δίπτωτος
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, having one form for two cases, A.D.Pron. 91.7.
Spanish (DGE)
-ον
gram. que tiene dos casos o terminaciones op. οὐκέτι ἐγκλινόμενος A.D.Pron.91.7, δίπτωτον δέ ἐστι τὸ ἔχον δύο πτώσεις, οἷον τὸ χρέος τοῦ χρέους, τὸ χρέος ὦ χρέος op. μονόπτωτος ‘invariable’ Sch.D.T.231.8, cf. EM 814.31G., Diom.309.14, Donat.377, Seru.4.433.30, Consentius 351.21, Priscian.Inst.5.76, Pomp.Gram.184.37, Isid.Etym.1.7.33.
German (Pape)
[Seite 642] mit zwei Casusendungen, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
δίπτωτος: грам. имеющий два падежных окончания.
Greek (Liddell-Scott)
δίπτωτος: -ον, ὁ ἔχων δύο πτωτικὰς καταλήξεις, Ἀπολλ. π. Ἀντων. 6. 116.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίπτωτος, -ον)
1. (για ονόματα) αυτός που έχει μόνο δύο πτωτικές καταλήξεις
2. (για ρήμα) αυτό που συντάσσεται με δύο αντικείμενα σε διαφορετικές πτώσεις («δίδωμί τινί τι, ἀκούω τινός τι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτωτός (πρβλ. αμετάπτωτος, άπτωτος)].