δακνώδης

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακνώδης Medium diacritics: δακνώδης Low diacritics: δακνώδης Capitals: ΔΑΚΝΩΔΗΣ
Transliteration A: daknṓdēs Transliteration B: daknōdēs Transliteration C: daknodis Beta Code: daknw/dhs

English (LSJ)

ες, biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.

Spanish (DGE)

-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.

German (Pape)

[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.

Greek Monolingual

δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακνώδης -ες [δάκνω] bijtend.