δενδράς
From LSJ
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
δενδράδος, ἡ, wooded, λόχμη ib.13.399; χαίτη ib.11.514.
Spanish (DGE)
-άδος
arbórea φθινοπωρὶς ἐοῦσα ... ἀπεκείρατο δενδράδα χαίτην (la tierra) en estado otoñal se despojó de su arbórea cabellera Nonn.D.11.514, δ. λόχμη espesura arbórea Nonn.D.13.399, δενδράδες ὗλαι Nonn.D.3.252.
German (Pape)
[Seite 545] άδος, ἡ, baumreich, buschig, ὕλαι Nonn. D. 3, 252; auch χαίτη, 2, 639.
Greek (Liddell-Scott)
δενδράς: -άδος, ἡ, ἡ ἐκ πολλῶν δένδρων συγκειμένη, σύνδενδρος, Νόνν. Δ. 2. 639.
Greek Monolingual
δενδράς, η (Α)
έκταση με πολλά δένδρα, φυτρωμένα πυκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον. (Για τον σχηματισμό πρβλ. ηλιάς, κυκλάς)].