διέκροος
From LSJ
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ὁ, passage for the stream to escape, Hdt.7.129.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ conducto de salida al mar, desembocadura Hdt.7.129.
German (Pape)
[Seite 618] ὁ, das Durch- u. Herausfließen, Her. 7, 129.
French (Bailly abrégé)
όου (ὁ) :
conduit d'écoulement.
Étymologie: διά, ἐκρέω.
Greek (Liddell-Scott)
διέκροος: ὁ, δίοδος, δι’ ἧς ἐκρέει τι, Ἡρόδ. 7. 129.
Greek Monotonic
διέκροος: ὁ, δίοδος από την οποία μπορεί να διαφεύγει το υδάτινο ρεύμα, εκροή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
διέκροος: ὁ канал для оттока, выход для воды Her.