διαλαμπής
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
διαλαμπές, white-hot, EM109.33.
Spanish (DGE)
-ές
1 muy brillante τὸ ἐκκαυθὲν ξύλον Et.Gen.α 880.
2 de tejidos que deja pasar el brillo a través, e.d. entretejido con hilos brillantes o transparente πορφύρεα, χρύσεα, διαλαμπέα, σιγαλόεντα Gr.Naz.Mul.Orn.233, M.37.1543.
Greek (Liddell-Scott)
διαλαμπής: -ές, λίαν λαμπρός, Γρηγ. Ναζιανζ. 2, 132C.
Greek Monolingual
διαλαμπής, -ές (Α) διαλάμπω
ολόλαμπρος.