διαπροστατεύω
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
continue to propose, τι Plb.4.13.7.
Spanish (DGE)
presidir τὸ διαβούλιον Plb.4.13.7.
German (Pape)
[Seite 598] vorstehen, διαβούλιον, vorschlagen, Pol. 4, 13, 7.
Greek (Liddell-Scott)
διαπροστᾰτεύω: ἐξακολουθῶ προτείνων, τι Πολύβ. 4. 13, 7.
Russian (Dvoretsky)
διαπροστᾰτεύω: в качестве председательствующего предлагать на утверждение (τὸ διαβούλιόν τινος Polyb. - v.l. διαπρυτανεύω).