διωρία

From LSJ
Revision as of 16:35, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωρία Medium diacritics: διωρία Low diacritics: διωρία Capitals: ΔΙΩΡΙΑ
Transliteration A: diōría Transliteration B: diōria Transliteration C: dioria Beta Code: diwri/a

English (LSJ)

ἡ, either (ὅρος) fixed space or interval, or (ὥρα) appointed time, J.BJ5.9.1.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ separación Hsch.
-ας, ἡ
• Grafía: graf. διορ- Vit.Aesop.G 82, Origenes Io.13.41
intervalo de tiempo, plazo διωρίαν βουλῆς ... παρασχεῖν conceder un plazo para la reflexión I.BI 5.348, ἔλαβεν διορίαν ὅπως τὸ σημεῖον διαλύσῃ se tomó un plazo para resolver el presagio, Vit.Aesop.l.c., cf. Origenes l.c., Nil.M.79.169A, Rom.Mel.82.δʹ.1, PLond.1384.21 (biz.)
según los gramáticos término mal empleado en vez del jur. προθεσμία plazo fijado para la prescripción Phryn.16, Thom.Mag.p.288.

Greek (Liddell-Scott)

διωρία: ἡ, (ὥρα) διάστημα δύο ὡρῶν, Βυζ.· διωρία διὰ τοῦ ω μεγάλου καιρὸν δηλοῖ, διορία δὲ = προθεσμία, διορία, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

διωρία, η (AM)
χρονικό διάστημα δύο ωρών.

German (Pape)

ἡ,
1 (ὅρος) ein festgesetzter Zeitpunkt, Termin, auch Vertagung, Jos., VLL.
2 (ὥρα) Zeit von zwei Stunden, Sp.