γυμνοσπέρματος
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
and γυμνόσπερμος, ον, having the seed with no apparent pericarp, Thphr. HP 1.11.2 and 3.
Spanish (DGE)
-ον
bot. gimnospermo, e.e. que tiene las semillas al descubierto op. ἐναγγειόσπερμος de ciertas plantas, Thphr.HP 1.11.2, 7.3.2, 8.4.1.
German (Pape)
[Seite 510] u. γυμνόσπερμος, mit bloßliegendem, von keiner Hülfe umgebenem Saamen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνοσπέρματος: καὶ -σπερμος, ον, ἔχων τὸ σπέρμα γυμνόν, μὴ κεκαλυμμένον ὑπὸ θήκης ἢ κελύφους, Θεόγρ. Ι.Φ.1.11,2 καὶ 3· πρβλ. γυμνόκαρπος.
Greek Monolingual
γυμνοσπέρματος, -η, -ον (Α)
ο γυμνόσπερμος.