αὐτόνοος
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
ον, contr. αὐτόνους, αὐτόνουν, of the Phaeacian ships, instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.
Spanish (DGE)
-ον
que está dotado de inteligencia νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32
•que es todo inteligencia νοῦς Tz.Comm.Ar.1.169.1.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.
Greek Monotonic
αὐτόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση, ισχυρογνώμων, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόνοος: стяж. αὐτόνους 2 своенравный, упрямый (γνώμα Aesch. - v.l. к ἴδιος).
Middle Liddell
self-willed, Aesch.