ἀκατάγγελτος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, unproclaimed, πόλεμος D.H. 1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.
Spanish (DGE)
-ον
no proclamado, no declarado πόλεμος D.H.1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non déclaré en parl. d'une guerre.
Étymologie: ἀ, καταγγέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάγγελτος: -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, πόλεμος, Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάγγελτος, -ον) καταγγέλλω
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση
2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της
αρχ.
αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος
«ἀκατάγγελτος πόλεμος» (Δίον. Αλ. 1, 58).
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάγγελτος: не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления (πόλεμος Plut.).