ἀλλιτάνευτος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Ep. for ἀλιτάνευτος, inexorable, AP7.483.
Spanish (DGE)
v. ἀλιτάνευτος.
German (Pape)
[Seite 103] unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 659 (VII, 483).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: ἀ, λιτανεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλιτάνευτος: Ἐπ. ἀντὶ ἀλιτάνευτος, ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, Ἀνθ. Π. 483.
Greek Monotonic
ἀλλιτάνευτος: Επικ. αντί ἀ-λιτάνευτος, (λιτανεύω), αδυσώπητος, άκαμπτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλιτάνευτος: Anth. = ἄλλιστος.
Middle Liddell
λιτανεύω
inexorable, Anth.