ἀνακυΐσκω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
impregnate again, Arist.HA573b18.
Spanish (DGE)
1 quedar preñada τὰ δὲ πρόβατα ... ἐὰν δ' ὕδωρ ἐπιγένηται μετὰ τὴν ὀχείαν, ἀνακυΐσκει Arist.HA 573b18.
2 fig. en v. pas. fecundar en la fe de nuevo δι' ἐκείνων (los mártires) ... οἱ πλείους τῶν ἠρνημένων ... ἀνεκυΐσκοντο A.Mart.5.1.46.
3 ἀνακυΐσκειν· ἀναπηδᾶν Hsch.
German (Pape)
[Seite 194] die Schwangerschaft vereiteln, Arist. H. A. 6, 19.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακυΐσκω: coitum repetere Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακυΐσκω: ἔρχομαι πάλιν εἰς συνουσίαν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 19, 1.
Greek Monolingual
ἀνακυΐσκω (Α)
γονιμοποιώ πάλι
μέσ. εγκυμονώ πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κυΐσκω)].