ἕλκωμα
From LSJ
English (LSJ)
-ατος, τό,
A sore, ulcer, Hp.Epid.3.7, POxy.1088.2,9 (i A.D.).
II part wounded, Theophrastus HP9.2.1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. herida, llaga, úlcera ῥεύματα περὶ αἰδοῖα πολλά, ἑλκώματα, φύματα ἔξωθεν Hp.Epid.3.7, τὸ μήλινον κολλ(ύριον) πρὸς ῥεῦμα καὶ ἑλκώματα Medic.Fr.Pap. en POxy.1088.2, cf. 9, Hippiatr.Cant.8.20.
2 bot. incisión en un árbol συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕ. τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης Thphr.HP 9.2.1.
German (Pape)
[Seite 800] τό, das Geschwür, Hippocr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλκωμα: τό, (ἑλκύω) πληγή, ἕλκος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1085. ΙΙ. τὸ ἀφελκωθὲν μέρος τοῦ στελέχους πεύκης ἢ ἐλάτης πρὸς συναγωγὴν ῥητίνης, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 1.
Greek Monolingual
το (AM ἕλκωμα)
νεοελλ.
τραύμα που έγινε έλκος
αρχ.-μσν.
1. πληγή
2. τμήμα του κορμού δέντρου χαραγμένο για συγκέντρωση ρητίνης.