ἐλευθερωτής

From LSJ
Revision as of 14:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλευθερωτής Medium diacritics: ἐλευθερωτής Low diacritics: ελευθερωτής Capitals: ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗΣ
Transliteration A: eleutherōtḗs Transliteration B: eleutherōtēs Transliteration C: eleftherotis Beta Code: e)leuqerwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, liberator, Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 libertador ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.Vit.Auct.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.Tract.242.14
crist. libertador, redentor de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.VC 2.30.1, frec. de Cristo ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας A.Thom.A 142, cf. Ast.Soph.Hom.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.Hom.M.43.440D.
2 jur. manumisor οἱ ... τῶν ἔμπροσθεν δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.Nou.22.8, cf. 78.4, Cod.Iust.6.4.4.24.

German (Pape)

[Seite 796] ὁ, der Befreier, Luc. Vit. auct. 8 u. 86.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
libérateur.
Étymologie: ἐλευθερόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθερῶν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8, Δίων Κ. 41. 57.

Greek Monolingual

ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM ἐλευθερωτής)
αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον
νεοελλ.
1. μηχάνημα με το οποίο δίνεται ελευθερία στην κίνηση και λειτουργία μιας μηχανής
2. θηλ. Ελευθερώτρια, η
προσωνυμία της Θεοτόκου και τύπος εικόνας προς τιμήν της για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική κατοχή.

Greek Monotonic

ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, απελευθερωτής, σωτήρας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλευθερωτής: οῦ ὁ освободитель Luc.

Middle Liddell

ἐλευθερωτής, οῦ, [from ἐλευθέρωσις
a liberator, Luc.