ἑλκοποιός

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκοποιός Medium diacritics: ἑλκοποιός Low diacritics: ελκοποιός Capitals: ΕΛΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: helkopoiós Transliteration B: helkopoios Transliteration C: elkopoios Beta Code: e(lkopoio/s

English (LSJ)

όν, having power to wound, A.Th.398; cf. ἑλκοποιόν· κανθαρίς, Hsch.

Spanish (DGE)

-όν
que produce heridas, lacerante οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα y no causan heridas los emblemas A.Th.398
que es dañino de un insecto, Hsch.s.u. ἑλκοποιόν.

German (Pape)

[Seite 798] Wunden machend, οὐδ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα, die Wappen (des Schildes) verwunden nicht, Aesch. Spt. 380.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait une blessure.
Étymologie: ἕλκος, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκοποιός: -όν, ἔχων δύναμιν νὰ κάμνῃ ἕλκη, Αἰσχύλ. Θήβ. 398. Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑλκοποιόν· κανθαρίς».

Greek Monolingual

ἑλκοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί έλκη, που πληγώνει.

Greek Monotonic

ἑλκοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που έχει τη δύναμη να προξενεί πληγές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκοποιός: ранящий, изъязвляющий (τὰ σήματα, sc. τῶν ὅπλων Aesch.).

Middle Liddell

ἑλκο-ποιός, όν ποιέω
having power to wound, Aesch.