ἄνταθλος
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ον, contending against, rivalling, τινός AP12.68 (Mel.).
Spanish (DGE)
-ον
que rivaliza, rival νίκης τῆς ἐν ἔρωτι AP 12.68 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 243] Nebenbuhler, νίκης Mel. 14 (XII, 68).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rival, antagoniste.
Étymologie: ἀντί, ἆθλον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνταθλος: -ον, ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, τινὸς Ἀνθ. Π. 12. 68.
Greek Monotonic
ἄνταθλος: -ον, ανταγωνιστής, αντίπαλος, τινος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνταθλος: ὁ соперник (νίκης Anth.).
Middle Liddell
contending against, rivalling, τινος Anth.