θρηνῳδία
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ἡ, lamentation, ib.604d, Plu.2.657a.
German (Pape)
[Seite 1218] ἡ, Klagelied, Plat. Rep. X, 604 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chant plaintif.
Étymologie: θρηνῳδός.
Russian (Dvoretsky)
θρηνῳδία: ἡ скорбная песнь Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνῳδία: ἡ, θρῆνος μετ’ ᾠδῆς, Πλάτ. Πολ. 604D, Πλούτ. 2. 657Α.
Greek Monolingual
η (Α θρηνῳδία) θρηνωδός
πένθιμο άσμα, μοιρολόγι, θρηνολογία.
Greek Monotonic
θρηνῳδία: ἡ, θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
θρηνῳδία, ἡ,
lamentation, Plat. [from θρηνῳδός