διηχής
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ές, A conducting sound, Ar.Did.Epit.17, Plu.2.721e, Phlp.in de An.353.12, al. II loud, βρονταί Lyd.Ost.22 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ές
1 que deja pasar el sonido, conductor del sonido ἡ ... φωνὴ πληγὴ σώματος διηχοῦς Plu.2.721e, cf. Ar.Did.17, Phlp.in de An.353.12, Simp.in de An.139.26
•subst. τὸ δ. transmisión del sonido Prisc.Lyd.16.1.
2 sonoro, estentóreo βρονταί Lyd.Ost.22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui retentit, qui résonne.
Étymologie: διηχέω.
Russian (Dvoretsky)
διηχής: пропускающий звук или звучащий (σῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διηχής: -ές, ὁ διαβιβάζων τὸν ἦχον, Πλούτ. 2. 721Ε.
Greek Monolingual
διηχής, -ές (Α)
1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο
2. ο πολύ ηχηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + -ηχής < ήχος (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)].