θαλπτήριος

From LSJ
Revision as of 13:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλπτήριος Medium diacritics: θαλπτήριος Low diacritics: θαλπτήριος Capitals: ΘΑΛΠΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thalptḗrios Transliteration B: thalptērios Transliteration C: thalptirios Beta Code: qalpth/rios

English (LSJ)

ον, warming, σάνδαλα… ποδῶν θ. AP6.206.1 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1184] erwärmend, σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Antp. Sid. 21 (VI, 206).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui réchauffe.
Étymologie: θάλπω.

Russian (Dvoretsky)

θαλπτήριος: согревающий, греющий (σάνδαλα ποδῶν θαλπτήρια Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θαλπτήριος: -ον, θερμαίνων, σάνδαλα... ποδῶν θ. Ἀνθ. Π. 6. 206.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α θαλπτήριος, -ον)
αυτός που θάλπει, που θερμαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπ-ω + κατάλ. -τήριος (πρβλ. εξιλαστήριος, θρεπτήριος)].

Greek Monotonic

θαλπτήριος: -ον, αυτός που θερμαίνει, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θαλπτήριος, ον
warming, Anth. [from θαλπωρή