κρεμόω
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
Epic fut. of κρεμάννυμι.
French (Bailly abrégé)
fut. épq. de κρεμάννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεμόω ep. fut. van κρεμάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
κρεμόω: эп. fut. к κρεμάννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
κρεμόω: Ἐπικ. μέλλ. τοῦ κρεμάννυμι.
Greek Monotonic
κρεμόω: Επικ. μέλ. του κρεμάννυμι· Αττ. κρεμῶ.