κονιατός
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
ή, όν, plastered or daubed, X.An.4.2.22, Thphr.HP8.11.1, PPetr.3p.290 (iii B.C.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enduit de chaux, crépi, plâtré.
Étymologie: adj. verb. de κονιάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κονιατός -ή -όν [κονιάω] gepleisterd, wit gemaakt.
Russian (Dvoretsky)
κονιᾱτός: обмазанный известкой, выбеленный (λάκκος Xen.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κονιατός, -ή, -όν) κονιώ
ασβεστωμένος ή αλειμμένος με πίσσα.
Greek Monotonic
κονιᾱτός: -ή, -όν, ασβεστωμένος ή αλειμμένος με πίσσα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κονιᾱτός: -ή, -όν, ἀσβεστωμένος ἢ μὲ πίσσαν ἀληλιμμένος (ἴδε τὸ ἑπόμ.). Ξεν. Ἀν. 4. 2, 22.
Middle Liddell
κονιᾱτός, ή, όν
plastered or pitched, Xen.