οἰοβουκόλος

From LSJ
Revision as of 15:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοβουκόλος Medium diacritics: οἰοβουκόλος Low diacritics: οιοβουκόλος Capitals: ΟΙΟΒΟΥΚΟΛΟΣ
Transliteration A: oioboukólos Transliteration B: oioboukolos Transliteration C: oiovoukolos Beta Code: oi)obouko/los

English (LSJ)

ον, herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.

Russian (Dvoretsky)

οἰοβουκόλος: пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ (Ἄργος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.

Greek Monolingual

οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].