παρασιτία

From LSJ
Revision as of 15:11, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασῑτία Medium diacritics: παρασιτία Low diacritics: παρασιτία Capitals: ΠΑΡΑΣΙΤΙΑ
Transliteration A: parasitía Transliteration B: parasitia Transliteration C: parasitia Beta Code: parasiti/a

English (LSJ)

ἡ, profession of a parasite, Luc. Par.37.

German (Pape)

[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.

Russian (Dvoretsky)

παρασῑτία: ἡ Luc. v.l. = παρασιτική.

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag.