παραπάσσω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
Att. παραπάττω, sprinkle beside or into, Thphr.CP5.6.10 (Pass.); τινί τι Plu.2.954b, cf. Hp.Ulc.21, Damocr. ap. Gal. 13.944; εἴς τι Dsc.3.23 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 492] (s. πάσσω), danebenstreuen, Theophr., Plut. pr. frig. 19. ion. = παραφάσσω.
French (Bailly abrégé)
saupoudrer çà et là.
Étymologie: παρά, πάσσω.
Russian (Dvoretsky)
παραπάσσω: атт. παραπάττω посыпать, присыпать (τινί τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραπάσσω: Ἀττ. -ττω, πάσσω, «πασπαλίζω» τῇδε κἀκεῖσε, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 10· τινί τι Πλούτ. 2. 954Α.
Greek Monolingual
αττ. τ. παραπάττω, Α
πασπαλίζω εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πάσσω «πασπαλίζω»].