περισσάκις
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
Att. περιττάκις, Adv. of περισσός, of numbers, taken an odd number of times, multiplied by an odd number, for an odd number of times, Pl.Prm. 144a, Plu.2.744a, etc.
German (Pape)
[Seite 592] adv. zu περισσός, auf eine ungrade Weise, in Zahlverhältnissen, wie z. B. 9 das Quadrat einer ungraden Wurzel, 3, und zwar auf eine ungrade Weise ist, nämlich durch Multiplication mit einer ungraden Zahl, vgl. Plat. Parmen. 143 e; Plut. Symp. 9, 14.
French (Bailly abrégé)
adv.
un nombre de fois impair.
Étymologie: περισσός, -ακις.
Russian (Dvoretsky)
περισσάκις: атт. περιττάκις (ᾰ) adv. нечетное число раз Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περισσάκις: μεταγ. Ἀττ. περιττ-, ἐπίρρ. τοῦ περισσός, ἐπὶ ἀριθμῶν, λαμβανόμενος περιττῶς, πολλαπλασιαζόμενος διὰ περιττοῦ ἀριθμοῦ, π. χ. τὸ 9 εἶναι τετράγωνον τῆς περιττῆς ῥίζης 3, ὅθεν εἶναι περιττάκις περιττός, Πλάτ. Παρμ. 144Α, Πλούτ. 2. 744Α, κτλ.
Greek Monolingual
και αττ. περιττάκις Α
επίρρ. (για αριθμούς) κατά περιττό αριθμό, μονά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλ-άκις)].