πνιγώδης

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνιγώδης Medium diacritics: πνιγώδης Low diacritics: πνιγώδης Capitals: ΠΝΙΓΩΔΗΣ
Transliteration A: pnigṓdēs Transliteration B: pnigōdēs Transliteration C: pnigodis Beta Code: pnigw/dhs

English (LSJ)

ες, A choking, τὸ π. Diph.Siph. ap. Ath.2.61e; of places, stifling, Plu. Alex.77. 2 Pass., choked, stopped, φάρυγξ Hp.Prorrh.1.86; φωνή ib.87, v.l. in Coac.261.

German (Pape)

[Seite 641] ες, stickig, stickend heiß, Plut. Alex. 77 u. sonst; Ath., bei dem es II, 62 c auch tödtlich heißt.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui étouffe, qui suffoque.
Étymologie: πνῖγος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πνιγώδης -ες [πνῖγος] verstikkend, verstikt.

Russian (Dvoretsky)

πνῑγώδης:
1) душащий, удушливый (ἆσθμα Plut.);
2) душный, знойный (ἀήρ, τόποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πνῑγώδης: -ες, (εἶδος) πνίγων, τὸ πνιγῶδες Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 61Ε· ἐπὶ θερμότητος, πνιγηρός, Πλουτ. Ἀλέξ. ἐν τέλ., 2) Παθ., πνιγώδης φάρυγξ 74Α· φωνὴ πνιγώδης κτλ., ἴδε Foës. Oecon.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πνίγος
1.αυτός που πνίγει
2. (για χώρο) αποπνικτικός («τὸ σῶμα κείμενον ἐν τόποις θερμοῖς καὶ πνιγώδεσιν», Ιπποκρ.)
3. (για αναπνευστική οδό) πνιγμένος, φραγμένος («πνιγώδης φάρυγξ», Ιπποκρ.).