πυραυγής
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
ές, (αὐγή) fiery bright, h.Mart.6, AP12.41 (Mel.), Luc. Nav.5, Nonn.D.2.536, al.
German (Pape)
[Seite 820] ές, feuerglänzend, H. h. 7, 6 u. Sp.; Luc. Nav. 5; παῖς, Mel. 49 (XII, 41); Maneth. 1, 112.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l'éclat du feu.
Étymologie: πῦρ, αὐγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυραυγής -ές [πῦρ, αὐγή] schitterend als vuur.
Russian (Dvoretsky)
πῠραυγής: сверкающий огнем HH, Luc., Anth.
Greek Monolingual
και πυριαυγής, -ές, Α
λαμπρός, αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ / πυρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. λυκ-αυγής, φωτ-αυγής].
Greek Monotonic
πῠραυγής: -ές (αὐγή), λαμπρός όπως η φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πῠραυγής: -ές, (αὐγὴ) λαμπρὸς ὡς τὸ πῦρ, Ὕμν. 7. 6, Ἀνθ. Π. 12. 41, Νόνν., κλπ.