σελινούσιος
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
English (LSJ)
α, ον,
A celery-leaved, κράμβη Eudem. ap. Ath.9.369e, Hsch.; but σελινοῦσσα is cj.
II in Thphr. CP 3.21.2, Σ. πυρός is prob. wheat of Selinus in Sicily; γῆ Σ. earth used in adulterating indigo, Dsc.5.155, Plin.HN 35.46, 194.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
frisé comme le persil ; ἡ σελινουσία (κράμβη) sorte de chou frisé.
Étymologie: σέλινον.
Greek (Liddell-Scott)
σελῑνούσιος: -α, -ον, ὁ ἔχων φύλλα ὡς τὰ τοῦ σελίνου, κράμβη Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369Ε. ΙΙ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 2, Σ. πυρὸς εἶναι πιθανῶς σῖτος ἐκ Σελινοῦντος τῆς Σικελίας, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 3., 8. 5, 1, Πλίν. 18. 64· οὕτω, γῆ Σελινουσία εἶναι χῶμα δι’ οὗ ἐνοθεύετο τὸ ἰνδικὸν («λουλάκι»), Διοσκ. 174, Πλίν. 35. 46 καὶ 194. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελινουσία· κράμβης εἶδος».
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον, Α
1. αυτός που έχει φύλλα όμοια με τα φύλλα του σέλινου
2. (κατά τον Ησύχ.) «σελινουσία
κράμβης εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον. Ο τ. σελινουσία μάλλον πρέπει να διορθωθεί σε σελινοῦσσα].
(II)
-ία, -ον, Α Σελινοῦς
φρ. α) «σελινούσιος πυρός» — σιτάρι από τον Σελινούντα
β) «γῆ σελινουσία» — χώμα με το οποίο νοθευόταν το ινδικό, το λουλάκι.