σφάττω
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
v. σφάζω.
French (Bailly abrégé)
néo-att. c. σφάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφάττω later Att. voor σφάζω.
Russian (Dvoretsky)
σφάττω: атт. = σφάζω.
Greek (Liddell-Scott)
σφάττω: νεώτερ. Ἀττικ. ἀντὶ σφάζω, παρατ. ἔσφαττον˙ - ἐνεστὼς σφάσσω δὲν ἀπαντᾷ.
Greek Monolingual
NM
βλ. σφάζω.