τετράπορος

From LSJ
Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπορος Medium diacritics: τετράπορος Low diacritics: τετράπορος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΟΡΟΣ
Transliteration A: tetráporos Transliteration B: tetraporos Transliteration C: tetraporos Beta Code: tetra/poros

English (LSJ)

ον, A with four passages or openings, ἁψῖδες AP9. 696. II coming four ways, ἄνεμοι ib.656.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre ouvertures ou passages.
Étymologie: τέσσαρες, πόρος.

Russian (Dvoretsky)

τετράπορος: (ᾰ) имеющий четыре прохода (ἁψῖδες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπορος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι αὐτόθι 656.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις εισόδους ή τέσσερα ανοίγματα
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που πνέει από τέσσερεις διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ἑπτά-πορος].

Greek Monotonic

τετράπορος: [ᾰ], -ον,
I. αυτός που έχει τέσσερις διόδους ή ανοίγματα, σε Ανθ.
II. αυτός που έρχεται από τέσσερις μεριές, στο ίδ.

Middle Liddell

τετρά-˘πορος, ον,
I. with four passages or openings, Anth.
II. coming four ways, Anth.