τριμερής
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
ές, tripartite, threefold, ἡ φυχή Arist. VV1249a30, cf. Top.133a31; ποταμός Agatharch.95; of a country, Str.11.2.18; ὧραι D.S.1.11; στάσις J.BJ5.1.1; φιλοσοφία Plu.2.874e; δρᾶμα Gal. in Abh.Berl.Akad.1925(1).38; νόμος τ. a piece of music in the three modes (Dorian, Phrygian, Lydian), Plu. 2.1134b (nisi leg. τριμελής). Adv. τριμερῶς Gloss.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
formé de trois parties, triple.
Étymologie: τρεῖς, μέρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριμερής -ές [τρι -, μέρος] driedelig.
Russian (Dvoretsky)
τρῐμερής: состоящий из трех частей, трехчленный Arst., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐμερής: -ές, ὁ ἐκ τριῶν μερῶν συγκείμενος, τριπλοῦς, ἡ ψυχὴ Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 1, 2, πρβλ. Τοπ. 5. 4, 12· ὧραι Διόδ. 1. 11· φιλοσοφία Πλούτ. 2. 874Ε· νόμος τρ., μελῳδία κατὰ τρεῖς τρόπους ἢ ἤχους (Δώριον, Φρυγιον, Λύδιον), αὐτόθι 1134Β (ἂν μὴ ἀναγνώσωμεν τριμελής).
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέρη (α. «τριμερὴς ἡ ψυχή», Αριστοτ.
β. «νόμος τριμερής» — μελωδία σε τρεις τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (για διαπραγμάτευση ή για συνθήκη) αυτός στον οποίο συμμετέχουν τρία μέρη, τρεις πλευρές, ή αυτός που συνάπτεται, που συνομολογείται από τρία μέρη (α. «τριμερής διάσκεψη» β. «τριμερείς συνομιλίες» γ. «τριμερές σύμφωνο»)
2. (για άνθος) αυτός του οποίου όλα τα σπονδυλώματα αποτελούνται από τρία μόρια, δηλ. τρία σέπαλα, τρία πέταλα κ.λπ.
3. χημ. χαρακτηρισμός χημικής ένωσης, ο χημικός τύπος της οποίας περιλαμβάνει τρεις φορές τον χημικό τύπο μιας άλλης, απλούστερης ένωσης
φρ. «τριμερής μορφή»
μουσ. μουσική μορφή που αποτελείται από τρία μέρη, το τελευταίο από τα οποία είναι επανάληψη του πρώτου.
επίρρ...
τριμερώς / τριμερῶς ΝΑ
σε τρία μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πεντα-μερής].