τραχήλιον
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
τό, Dim. of τράχηλος, butt-end of a spear, EM732.1, Harp. s.v. στύραξ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
viande du cou, viande de rebut, basse viande.
Étymologie: τράχηλος.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχήλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τράχηλος, τὸ κάτω τοῦ δόρατος, σαυρωτήρ, στύραξ, Ἐτυμ. Μέγα 732, 1, ἐν λ. στύραξ.
Greek Monolingual
τὸ, Α τράχηλος
(ως υποκορ. του τράχηλος)
1. το κάτω τμήμα ενός δόρατος, ο στύραξ
2. στον πληθ. βλ. τραχήλια.