χρησμοφύλαξ
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of oracles, Luc.Alex.23.
German (Pape)
[Seite 1375] ακος, ὁ, der die Orakelsprüche aufbewahrt, Luc. Alex. 23.
French (Bailly abrégé)
φύλακος (ὁ) :
gardien des oracles rendus.
Étymologie: χρησμός, φύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
χρησμοφύλαξ: ᾰκος ὁ хранитель оракулов Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων χρησμούς, Λουκ. Ἀλέξ. 23.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
άτομο επιφορτισμένο με τη φύλαξη χρησμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + φύλαξ.
Greek Monotonic
χρησμοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, φύλακας χρησμών, σε Λουκ.