ψυχομαντεῖον
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
τό, place where the dead are conjured up, Plu.2.109c.
German (Pape)
[Seite 1404] τό, Ort, wohin man die Geister der Verstorbenen beschwört, um sie über die Zukunft zu befragen, Plut. cons. ad Apoll. p. 336.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu où l'on évoque et où l'on interroge les âmes.
Étymologie: ψυχή, μαντεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχομαντεῖον: τό, τόπος ἔνθα οἱ νεκροὶ ἀνακαλοῦνται ἐκ τοῦ κάτω κόσμου ὅπως ἐρωτηθῶσι περὶ τοῦ μέλλοντος, ὡς τὸ ψυχοπομπεῖον, Πλούτ. 2. 109C.
Russian (Dvoretsky)
ψῡχομαντεῖον: τό место вызывания и вопрошения душ усопших Plut.