ἀλάτας

From LSJ
Revision as of 17:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάτας Medium diacritics: ἀλάτας Low diacritics: αλάτας Capitals: ΑΛΑΤΑΣ
Transliteration A: alátas Transliteration B: alatas Transliteration C: alatas Beta Code: a)la/tas

English (LSJ)

ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.

German (Pape)

[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.

French (Bailly abrégé)

dor. p. ἀλήτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάτᾱς: дор. Soph. = ἀλήτης I.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.

Greek Monolingual

ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.

Greek Monotonic

ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί ἀλήτης, ἀλητεία.