ἀλάτας
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.
German (Pape)
[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.
French (Bailly abrégé)
dor. p. ἀλήτης.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάτᾱς: дор. Soph. = ἀλήτης I.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.
Greek Monolingual
ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.