ἀπαυγάζω

From LSJ
Revision as of 19:51, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυγάζω Medium diacritics: ἀπαυγάζω Low diacritics: απαυγάζω Capitals: ΑΠΑΥΓΑΖΩ
Transliteration A: apaugázō Transliteration B: apaugazō Transliteration C: apavgazo Beta Code: a)pauga/zw

English (LSJ)

A flash forth, ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας Hld.3.4; χροιάν, χρῶμα, Id.4.8, Philostr.VA3.8. II Med., see from far, Call.Del. 125,181.

Spanish (DGE)

1 hacer relampaguear, brillar ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας Hld.3.4.6, χροιάν Hld.4.8.5, χρῶμα Philostr.VA 3.8.
2 en v. med. ver de lejos, otear φάλαγγας δυσμενέων Call.Del.181, cf. 125, Fr.228.48 (tm.).

German (Pape)

[Seite 282] ausstrahlen, Heliod. – Med., glänzen, strahlen, Call. H. Del. 181; in der Ferne erblicken, ἀπαύγασαι ibid. 125.

French (Bailly abrégé)

faire briller ; Pass. réfléchir la lumière, briller, réverbérer;
Moy. ἀπαυγάζομαι voir de loin.
Étymologie: ἀπό, αὐγάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυγάζω: ἐκπέμπω λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σέλας ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) βλέπω μακρόθεν, αὐτόθι 125.

Greek Monolingual

ἀπαυγάζω (AM)
ακτινοβολώ, λάμπω
(μσν., -ομαι) σκοτεινιάζω, χάνω τη λάμψη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + αυγάζω < αυγή].

Greek Monotonic

ἀπαυγάζω: μέλ. -σω, αστραποβολώ, ακτινοβολώ, σε Καλλ.

Middle Liddell

to beam forth, Call. (in Mid.)