ἀπφύς

From LSJ
Revision as of 11:49, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

German (Pape)

[Seite 341] ύος, ὁ, in B. A. 857, 7 ἀπφῦς accentuirt, schmeichelnder Name, den lallende Kinder dem Vater geben, Papa, nur nom. u. accus., Theocr. 15, 13. 14.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
papa mot d'enfant.
Étymologie: cf. ἀπφά, ἄπφα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπφύς: ἢ ἀπφῦς, (Α. Β. 857), γεν. -ύος, ὁ, λέξις ἀγάπης καὶ τρυφερότητος λεγομένη ἐκ μέρους τῶν τέκνων πρὸς τὸν πατέρα, Ἑβραϊστὶ Ἀββᾶ, Θεόκρ. 15. 14· πρβλ. ἀπφὰ ἐν τέλει.

Greek Monolingual

ἀπφῡς (-ύος), ο (AM)
θωπευτική προσαγόρευση για τον πατέρα από τα παιδιά του («καλὸς ἀπφῡς» — καλός ο μπαμπάκας σου, ο παπάκης, Θεόκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. άππα, άττα, άπφα, πάππα].

Greek Monotonic

ἀπφύς: -ύος, ὁ, λέξη που εκφράζει τρυφερότητα και χρησιμ. από τα παιδιά όταν προσφωνούν ή μιλούν στον πατέρα τους, μπαμπάκας, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

a term of endearment used by children to their father, papa, Theocr.