ἁμαρτάς
English (LSJ)
άδος, ἡ, Ion. and later Gk. for ἁμαρτία, Hdt.1.91, 119, al., Hp.Acut.39, A.Fr.451C, S.Fr.999, Phld.Sto.339.15, Eus.Mynd.Fr. 31, Olymp.in Mete.146.7; copyist's error, Str.13.1.54; sin, in religious sense, J.AJ3.9.3, al.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [ὁ ἁ. Epiph.Const.Haer.47.1]
I falta, fallo c. gen. subj. ἁμαρτάδες βρωμάτων fallos u omisiones de comidas Hp.Epid.4.20.
II desde el punto de vista personal
1 falta, error, negligencia, descuido por ignoracia αἱ δὲ κατ' ἀρχὰς ἀ. los errores cometidos al principio Hp.Acut.39, ἐπὶ τῇ ἀρχῆθεν γενομένῃ ἁμαρτάδι Hdt.3.25, διαίτης Hp.VC 20, abs. Hp.Fract.1, Hdt.1.119, A.Fr.755.
2 error material del copista, Str.13.1.54.
III 1desatino, falta, transgresión, ofensa contra la moral πέμπτου γονέος ἁ. Hdt.1.91, ἐλπίζων οὐκ ἀπολέεσθαι ὑπὸ βασιλέος διὰ τὴν παρεοῦσαν ἁμαρτάδα Hdt.6.29, τὰς ἁμαρτάδας τὰς ἐς ἐμὲ ... γενομένας Hdt.8.140α, de un perjurio, Eus.Mynd.31, ἔχειν δέ τινας ἁμαρτάδας ὑπὸ νέου καὶ ἄφρονος ὄντος Phld.Sto.p.55, κατὰ τὰς διαφορὰς τῶν ἁμαρτάδων Olymp.in Mete.146.7
•en lit. judeo-cristiana pecado I.AI 3.230, Origenes Cels.7.5, Ath.Al.M.27.393C, Thdt.M.80.1088A.
2 ὁ ἀ. pecador Epiph.Const.Haer.47.1.
German (Pape)
[Seite 116] άδος, ἡ, ion., das Vergehen, Her. 1, 91 u. öfter, wie Hippocr.; auch D. Hal. 2, 35.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
faute, erreur, méprise.
Étymologie: ἁμαρτάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαρτάς: άδος ἡ ион. Her. = ἁμάρτημα 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτάς: -άδος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἁμαρτία, Ἡρόδ. 1. 91, 119 καὶ ἀλλ., Ἱππ. π. διαίτ. ὀξ. 390 καὶ ἀλλ.
Greek Monolingual
ἁμαρτάς (-άδος), η (Α) αμαρτάνω
1. πλάνη, σφάλμα, λάθος
2. παράβαση του θείου νόμου, αμαρτία.