ἁλιήρης
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
English (LSJ)
ες, (ἐρέσσω) sweeping the sea, κώπη E.Hec.455 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
que surca el mar κώπη E.Hec.455.
German (Pape)
[Seite 96] ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui fend la mer (rame).
Étymologie: ἅλς¹, ἐρέσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιήρης: рассекающий, бороздящий море (κώπη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιήρης: -ες, (ἐρέσσω) ἐπὶ κώπης, «ᾗ ἐρέσσουσι κατὰ τὴν θάλασσαν» δι’ ἧς κωπηλατοῦσιν, Εὐρ. Ἑκ. 455, Σχολ. αὐτόθι.
Greek Monolingual
ἁλιήρης, -ες (Α)
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί- (< ἅλς) + -ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης)].
Greek Monotonic
ἁλιήρης: -ες (ἐρέσσω), αυτός που σαρώνει τα κύματα, κώπη, σε Ευρ.