ἐμπιέζω
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
press, squeeze, in Pass., Hp.Gland.13, Plu.2.1005a.
German (Pape)
[Seite 812] ion. auch ἐμπιάζω, hineindrängen, eindrücken; Hippocr.; ὅταν ἐμπιεσθῇ Plut. qu. Plat. 4.
French (Bailly abrégé)
presser dans ou sur.
Étymologie: ἐν, πιέζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπιέζω: вдавливать, втискивать, вталкивать (ὅταν ἐμπιεσθῇ τὸ σιτίον ὑπὸ τῆς γλώττης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπιέζω: πιέζω πρὸς τὰ ἐντός, ἐν τῷ παθ., Ἱππ. 272 ἐν τέλει, Πλούτ. 2. 1005Α.