ἐξειργασμένως

Revision as of 19:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἐξεργάζομαι, carefully, accurately, Plu.Alex.1.

German (Pape)

[Seite 875] ausgearbeitet, genau, Plut. Alex. 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un travail approfondi, avec soin.
Étymologie: ἐξειργασμένος part. pf. de ἐξεργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξειργασμένως: тщательно, обстоятельно (ἀπαγγέλλειν τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξειργασμένως: ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ ἐξεργάζομαι, μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.

Greek Monotonic

ἐξειργασμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά, με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

adverb[adverb part. perf. pass. of ἐξεργάζομαι,]
carefully, accurately, fully, Plut.