ἐξόλλυμι
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
and ἐξολλύω, fut. -ολῶ: aor. 1 ἐξώλεσα: pf. ἐξολώλεκα:— A destroy utterly, τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od.17.597, cf. E.Hipp.725, Pl. Euthd.285a, Men.Pk.230, etc. II Med., with pf. 2 ἐξόλωλα, perish utterly, Emp.11.3, S.Tr.84, Ar.Pax366, Pl.l.c., etc.; ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ . . ἐξολωλότες Ar.Pax483: opt. in imprecations, ἐξολοίμην Id.Fr.105; ἐξόλοιο Alex.120.
German (Pape)
[Seite 886] (s. ὄλλυμι), gänzlich vernichten, zu Grunde richten; τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Od. 17, 597; in tmesi Il. 16, 360; Eur. Hipp. 725; Ar. Plut. 418 u. öfter; Plat. Euthyd. 285 a u. Folgde. – Med. u. perf. II. act., gänzlich zu Grunde gehen, σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Soph. Tr. 34; Ar. Pax 366; Plat. Euthyd. 283 e u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
1 tr. (f. ἐξολῶ, ao. ἐξώλεσα, pf. ἐκολώλεκα) détruire de fond en comble, anéantir;
2 intr. (au pf. ἐξόλωλα et au Moy. ἐξόλλυμαι) périr, être perdu.
Étymologie: ἐξ, ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξόλλῡμι:
1) (fut. ἐξολῶ, aor. 1 ἐξώλεσα, pf. ἐξολώλεκα) полностью истреблять, уничтожать, губить (τινά Hom., Eur., Arph., Plat.);
2) med. ἐξόλλυμαι (pf. 2 ἐξόλωλα) окончательно погибать (ἐ. ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Arph.): κακῶς ἐξόλοιο! Eur. а, чтоб тебе пропасть!
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόλλυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ολέσω καὶ Ἀττ. -ολῶ: ἀόρ. α΄ ἐξώλεσα: πρκμ. ἐξολώλεκα. Καταστρέφω ἐντελῶς, ἐξολοθρεύω, τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε Ὀδ. Ρ. 597, πρβλ. Σιμωνίδ. 159, Εὐρ. Ἱππ. 725, κτλ. ΙΙ. Μέσ., μετὰ β΄ πρκμ. ἐξόλωλα, καταστρέφομαι ἐντελῶς, χάνομαι, Ἐμπεδ. 103· σοῦ πατρὸς ἐξολωλότος Σοφ. Τρ. 84, Ἀριστοφ. Εἰρ. 366, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Α, κτλ.· ὑπὸ τοῦ γε λιμοῦ... ἐξολωλότες Ἀριστοφ. Εἰρ. 483· τῆς εὐκτικῆς γίνεται χρῆσις ἐπὶ ἀρῶν, ἐξολοίμην ὁ αὐτ. ἐν «Γεωργοῖς» 12 (Meikene)· ἐξόλοιο Ἄλεξ. ἐν «Κυπρίῳ» 1.
Greek Monolingual
ἐξόλλυμι και ἐξολλύω (Α) όλλυμι
καταστρέφω εντελώς, αφανίζω.
Greek Monotonic
ἐξόλλῡμι: και -ύω, μέλ. -ολέσω, Αττ. -ολῶ, αόρ. αʹ -ώλεσα, παρακ. -ολώλεκα·
I. καταστρέφω ολοκληρωτικά, αφανίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.
II. Μέσ., με παρακ. βʹ ἐξόλωλα, καταστρέφομαι εντελώς, χάνομαι, σε Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
-ύω fut. -ολέσω attic -ολῶ aor1 -ώλεσα perf. -ολώλεκα
I. to destroy utterly, Od., Eur., etc.
II. Mid., with perf. 2 ἐξόλωλα, to perish utterly, Soph., etc.