ἐξευλαβέομαι

From LSJ
Revision as of 19:31, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξευλᾰβέομαι Medium diacritics: ἐξευλαβέομαι Low diacritics: εξευλαβέομαι Capitals: ΕΞΕΥΛΑΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: exeulabéomai Transliteration B: exeulabeomai Transliteration C: eksevlaveomai Beta Code: e)ceulabe/omai

English (LSJ)

guard carefully against, τι Pl.La.199d, al.; ἐ. τοῦτο μή . . E.Andr.644; ἐ. μή . . A.Fr.205.

German (Pape)

[Seite 879] sich sorgfältig in Acht nehmen, μή σε προσβάλῃ Aesch. frg. 181; Eur. Andr. 645; τὰ δεινά Plat. Lach. 199 e; Folgde.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se garder avec soin de, acc. ; avec μή et le subj..
Étymologie: ἐξ, εὐλαβέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξευλᾰβέομαι: старательно остерегаться, всячески избрать (τὴν αὐθάδειαν Plut.; ἐ. μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν Eur.): ἐ. τὰ δεινὰ καὶ τὰ μή Plat. тщательно разбирать, чего следует бояться, а чего нет.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξευλᾰβέομαι: προφυλάττομαι μετὰ προσοχῆς, ἔκ τινος, μετ᾿ αἰτ., ἐξευλαβεῖσθαί τε τὰ δεινὰ καὶ τὰ μὴ Πλάτ. Λάχ. 199D, κ. ἀλλ.: ἐξευλ. τοῦτο μή... Εὐρ. Ἀνδρ. 645· ἐξ. μή... Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.

Greek Monotonic

ἐξευλᾰβέομαι: μέλ. -ήσομαι, παίρνω προφυλάξεις, δείχνω επιφύλαξη απέναντι σε κάτι, τι, σε Ευρ., Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσομαι
to guard carefully against, τι Eur., Plat.