ἐρυκανάω

From LSJ
Revision as of 20:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῡκᾰνάω Medium diacritics: ἐρυκανάω Low diacritics: ερυκανάω Capitals: ΕΡΥΚΑΝΑΩ
Transliteration A: erykanáō Transliteration B: erykanaō Transliteration C: erykanao Beta Code: e)rukana/w

English (LSJ)

poet. for ἐρύκω, restrain, withhold, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od.1.199: c.inf., from doing, Q.S.12.205: also Ep. impf. ἐρύκανε (from ἐρῡκάνω) Od.10.429, cf. Orph.A.647.

German (Pape)

[Seite 1036] poet. Dehnung des praes. für ἐρύκω, κεῖνον ἐρυκανόωσ' ἀέκοντα Od. 1, 199; ἐρυκανόωσα μάχεσθαι Qu. Sm. 12, 205.

French (Bailly abrégé)

seul. 3ᵉ pl. prés. épq. ἐρυκανόωσι;
c. ἐρύκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῡκᾰνάω: (только 3 л. pl. praes. ἐρυκανόωσι) Hom. = ἐρύκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῡκᾰνάω: ποιητ. ἀντὶ ἐρύκω, κωλύω, ἐμποδίζω, κρατῶ, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ’ ἀέκοντα Ὀδ. Α. 199· μετ’ ἀπαρ., κωλύω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἐρικανόωσα μάχεσθαι Κόϊντ. Σμ. 12. 205· ὡσαύτως, Ἐπικ. παρατ. ἐρύκανε (ἐκ τοῦ ἐρυκάνω), Ὀδ. Κ. 429, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 650.

Greek Monotonic

ἐρῡκᾰνάω: περιορίζω, εμποδίζω, συγκρατώ, Επικ. μτχ. θηλ. ἐρυκανόωσ', σε Ομήρ. Οδ.· παρατ. ἐρύκανε (από το ἐρυκάνω), στο ίδ.

Middle Liddell

ἐρῡκᾰνάω,
to restrain, withhold, epic part. fem. ἐρυκανόωσ' Od. [imperf. ἐρύκανε from ἐρυκάνω, Od.]