ἡδύποτος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον, sweet to drink, οἶνος Od.2.340, 3.391, etc.; also of a cup, ἡ. κύλιξ Philol. 72.547 (Olbia, v B.C.).
German (Pape)
[Seite 1154] angenehm zu trinken, οἶνος, Od. 2, 340 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agréable à boire.
Étymologie: ἡδύς, ποτός.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύποτος: приятный для питья, вкусный (οἶνος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύποτος: -ον, ἡδὺς εἰς πόσιν, γλυκύς, οἶνος Ὀδ. Β. 340, Γ. 391, κτλ.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἡδύποτος: -ον, ο γλυκός στην πόση, σε Ομήρ. Οδ.