διαρροιζέω

From LSJ
Revision as of 17:01, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρροιζέω Medium diacritics: διαρροιζέω Low diacritics: διαρροιζέω Capitals: ΔΙΑΡΡΟΙΖΕΩ
Transliteration A: diarroizéō Transliteration B: diarroizeō Transliteration C: diarroizeo Beta Code: diarroize/w

English (LSJ)

to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S.Tr. 568.

Spanish (DGE)

atravesar silbando de una flecha ἐς δὲ πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν S.Tr.568
atravesar como una exhalación de pers. c. ac. de lugar ἠερίην ἁψῖδα διερροίζησε ... εἰς δόμον Nonn.D.41.276.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διερροίζησε;
traverser en sifflant, gén..
Étymologie: διά, ῥοιζέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρροιζέω [διά, ῥοιζέω] door... suizen, met gen.

Russian (Dvoretsky)

διαρροιζέω: проноситься со свистом: ἐς πλεύμονας στέρνων διερροίζησεν (ἰός) Soph. стрела со свистом прошла через грудь в легкое.

Greek Monotonic

διαρροιζέω: μέλ. -ήσω, σφυρίζω ανάμεσα, με γεν., σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

διαρροιζέω: διέρχομαι μετὰ συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.

Middle Liddell

fut. ήσω
to whizz through, c. gen., Soph., doric for <foreign lang=greek>-ru/dhn, adv. -->

German (Pape)

durchrauschen, -saufen, ἐς πνεύμονας στέρνων διερροίζησεν (ἰός) Soph. Tr. 566.