παιδονομία

From LSJ
Revision as of 15:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδονομία Medium diacritics: παιδονομία Low diacritics: παιδονομία Capitals: ΠΑΙΔΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: paidonomía Transliteration B: paidonomia Transliteration C: paidonomia Beta Code: paidonomi/a

English (LSJ)

ἡ, A education of children, Arist. Pol.1335b4. II the office of παιδονόμος, ib. 1322b39.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, das Amt des παιδονόμος, Arist. pol. 6, 8. 7, 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 direction de l'éducation des enfants;
2 fonction de pédonome.
Étymologie: παιδονόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδονομία -ας, ἡ [παιδονόμος] kinderopvoeding; ambt van paidonomos.

Russian (Dvoretsky)

παιδονομία:
1 звание или должность педонома Arst.;
2 педономия (наблюдение за воспитанием и обучением детей в дорических государствах) Arst.

Greek Monolingual

η (Α παιδονομία) παιδονόμος
1. η ανατροφή, η εκπαίδευση τών παιδιών
2. το επάγγελμα, το έργο του παιδονόμου.

Greek Monotonic

παιδονομία: ἡ,
I. εκπαίδευση παιδιών, σε Αριστ.
II. το αξίωμα του παιδονόμου, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

παιδονομία: ἡ, ἡ ἀνατροφὴ ἢ παίδευσις τῶν παίδων, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 12. ΙΙ. τὸ ἔργονἀξίωμα τοῦ παιδονόμου, αὐτόθι 6. 8, 23.

Middle Liddell

παιδονομία, ἡ,
I. the education of children, Arist.
II. the office of παιδονόμος, Arist. [from παιδονόμος