πιστευτικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πιστευτικός Medium diacritics: πιστευτικός Low diacritics: πιστευτικός Capitals: ΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pisteutikós Transliteration B: pisteutikos Transliteration C: pisteftikos Beta Code: pisteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A disposed to trust, confiding, Arist.Rh.1372b29; τὸ πιστευτικόν = trust M.Ant.1.14. Adv. πιστευτικῶς = with disposition to believe, with disposition to confide; πιστευτικῶς ἔχειν τινί = rely upon... Pl.Hp.Mi.364a, cf. Iamb. VP28.138. II creating belief, πειθὼ π. Pl.Grg.455a, cf.Aristid.2.47 J.

German (Pape)

[Seite 620] zum Glauben, Trauen gehörig, geschickt, geneigt, πιστευτικῶς ἔχειν τινί, worauf vertrauen, Plat. Hipp. min. 364 a; auch = Glauben erweckend, πειθώ, Gorg. 455 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.
Étymologie: πιστεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a.

Russian (Dvoretsky)

πιστευτικός:
1 внушающий доверие, убедительный (πειθώ Plat.);
2 доверчивый Arst.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πιστεύω
1. αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη σε κάποιον, εύπιστος
2. αυτός που εμπνέει εμπιστοσύνη («ἡ ῥητορικὴ... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς», Πλάτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πιστευτικόν
το να δείχνει κανείς εμπιστοσύνη («τὸ εὔελπι καὶ τὸ πιστευτικὸν περὶ τοῦ ὑπὸ τῶν φίλων φιλεῖσθαι», Μ. Αυρ.).
επίρρ...
πιστευτικῶς ΜΑ
1. με εμπιστοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη («πιθανῶς καὶ πιστευτικῶς», Iουστ.)
2. φρ. «πιστευτικῶς ἔχω τινί» — έχω εμπιστοσύνη, στηρίζομαι σε κάποιον.

Greek Monotonic

πιστευτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που πιστεύει εύκολα, εύπιστος, σε Αριστ.· επίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινί, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.
II. αυτός που δημιουργεί πίστη, προξενεί πίστη, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πιστευτικός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. πρόξενος πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.

Middle Liddell

πιστευτικός, ή, όν
I. disposed to trust, confiding, Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely upon one, Plat.
II. creating belief, Plat. [from πιστεύω