προεκλέγω

From LSJ
Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκλέγω Medium diacritics: προεκλέγω Low diacritics: προεκλέγω Capitals: ΠΡΟΕΚΛΕΓΩ
Transliteration A: proeklégō Transliteration B: proeklegō Transliteration C: proeklego Beta Code: proekle/gw

English (LSJ)

collect moneys before or in advance, [τὰ] προεξειλεγμένα D.18.234, 50.9; χρήματα π. ἀπὸ τῆς Ῥόδου App.BC5.2.

German (Pape)

[Seite 719] (s. λέγω), vorher auslesen, eincassiren, χρήματα ἦν προεξειλεγμένα, Dem. 18, 234, wie 50, 9.

French (Bailly abrégé)

percevoir par avance (de l'argent) acc..
Étymologie: πρό, ἐκλέγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκλέγω, alleen pass., vooraf verzamelen, vooraf innen:. ταῦτ’ ἦν προεξειλεγμένα dat was tevoren geïnd Dem. 18.234.

Russian (Dvoretsky)

προεκλέγω: (за)ранее собирать, взыскивать, взимать (χρήματα προεξειλεγμένα Dem.).

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
εκλέγω προηγουμένως

Greek Monotonic

προεκλέγω: μέλ. -ξω, συλλέγω χρήματα που δεν οφείλονται ακόμα, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προεκλέγω: συλλέγω χρήματα πρὸ τοῦ καιροῦ, τὰ προεξειλεγμένα Δημ. 305. 18., 1209. 7· τὰ χρήματα π. ἀπὸ τῆς Ῥόδου Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 2.

Middle Liddell

fut. ξω
to collect moneys not yet due, Dem.