προσαμείβομαι

From LSJ
Revision as of 11:47, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰμείβομαι Medium diacritics: προσαμείβομαι Low diacritics: προσαμείβομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: prosameíbomai Transliteration B: prosameibomai Transliteration C: prosameivomai Beta Code: prosamei/bomai

English (LSJ)

Dor. ποτ-, Med., answer, τινα Theoc.1.100.

French (Bailly abrégé)

répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αμείβομαι, Dor. imperf. ποταμείβετο, antwoorden.

Russian (Dvoretsky)

προσᾰμείβομαι: дор. ποτᾰμείβομαι отвечать (τινα Theocr.).

Greek Monolingual

Α
απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»].

Greek Monotonic

προσαμείβομαι: Δωρ. ποτ-, Μέσ., απαντώ τινα, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.

Middle Liddell

doric ποτ
Mid., to answer, τινα Theocr.